- εισαρπάζω
- εἰσαρπάζω (Α)αρπάζω κάποιον και τόν φέρνω μέσα με τη βία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσαρπασθείς — εἰσαρπάζω seize and carry in aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαρπάσειαν — εἰσαρπάζω seize and carry in aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek